ρυτιδεκτομή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρυτιδεκτομή < ρυτίδ(α) + -εκτομή • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρυτιδεκτομή θηλυκό
- (ιατρική) (αισθητική χειρουργική) εξομάλυνση ρυτίδων του προσώπου