ροόμετρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ροόμετρο | τα | ροόμετρα |
γενική | του | ροόμετρου & ροομέτρου |
των | ροόμετρων & ροομέτρων |
αιτιατική | το | ροόμετρο | τα | ροόμετρα |
κλητική | ροόμετρο | ροόμετρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ροόμετρο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ροόμετρο ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
ροόμετρο
|