ρογκατσάρης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρογκατσάρης < Ρογκατσάρια + -ης
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρογκατσάρης αρσενικό
- (ιδιωματικό) (λαογραφία) που παίρνει μέρος στα Ρογκατσάρια
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ρογκατσάρης
|