ριτιράτα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ριτιράτα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ριτιράτα θηλυκό
- (ιστορία, στρατιωτικός όρος, ιδιωματικό) τακτική υποχώρηση, στη γλώσσα των αγωνιστών στην ελληνική επανάσταση του 1821
- ↪ κάμαμε ριτιράτα μ΄ όμορφον τρόπον (Απομνημονεύματα στρατηγού Μακρυγιάννη) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Μεταφράσεις επεξεργασία
ριτιράτα
|