ρινόρροια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ρινόρροια < ριν(α) + -ο- + -ρροια • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαρινόρροια θηλυκό
- (ιατρική) εκροή εγκεφαλονωτιαίου υγρού από τη μύτη
Μεταφράσεις
επεξεργασία ρινόρροια
|