↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ρελατιβισμός οι ρελατιβισμοί
      γενική του ρελατιβισμού των ρελατιβισμών
    αιτιατική τον ρελατιβισμό τους ρελατιβισμούς
     κλητική ρελατιβισμέ ρελατιβισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ρελατιβισμός < γαλλ. relativisme

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ρελατιβισμός αρσενικό

  • (φιλοσοφία) θεωρία κατά την οποία προκρίνεται η σχετική και όχι η απόλυτη / αντικειμενική γνώση

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία