ρεκλαμαδόρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ρεκλαμαδόρα | οι | ρεκλαμαδόρες |
γενική | της | ρεκλαμαδόρας | — | |
αιτιατική | τη | ρεκλαμαδόρα | τις | ρεκλαμαδόρες |
κλητική | ρεκλαμαδόρα | ρεκλαμαδόρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ρεκλαμαδόρα < ρεκλαμαδόρ(ος) + κατάληξη θηλυκού -α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαρεκλαμαδόρα θηλυκό
- θηλυκό του ρεκλαμαδόρος
Μεταφράσεις
επεξεργασία ρεκλαμαδόρα
|
Πηγές
επεξεργασία- ρεκλαμαδόρα — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)