Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρεβιθόσουπα οι ρεβιθόσουπες
      γενική της ρεβιθόσουπας
    αιτιατική τη ρεβιθόσουπα τις ρεβιθόσουπες
     κλητική ρεβιθόσουπα ρεβιθόσουπες
Στα σύνθετα, η δύσχρηστη γενική πληθυντικού
που θα έληγε σε -ών (όπως στην κλίση «θάλασσα»)
τείνει να κρατάει σταθερό τον τόνο (όπως στην κλίση «αρθρίτιδα»)
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρεβιθόσουπα < ρεβίθ(ι) + -ό- + -σουπα
 
Ένα πιάτο ρεβιθόσουπα.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ρεβιθόσουπα θηλυκό

Άλλες γραφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία