πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ραχατλής οι ραχατλήδες
      γενική του ραχατλή των ραχατλήδων
    αιτιατική τον ραχατλή τους ραχατλήδες
     κλητική ραχατλή ραχατλήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ραχατλής < ραχάτ(ι) + -λής [1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ραχατλής αρσενικό (θηλυκό ραχατλού)

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη ραχάτι

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία