↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ραδιοεκπομπή οι ραδιοεκπομπές
      γενική της ραδιοεκπομπής των ραδιοεκπομπών
    αιτιατική τη ραδιοεκπομπή τις ραδιοεκπομπές
     κλητική ραδιοεκπομπή ραδιοεκπομπές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ραδιοεκπομπή (νεολογισμός) < ραδιο- + εκπομπή

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ραδιοεκπομπή θηλυκό

  1. (φυσική, νεολογισμός) εκπομπή ραδιοκυμάτων
  2. (τεχνολογία, προφορικό) ραδιοφωνική εκπομπή

  Μεταφράσεις

επεξεργασία