ραδιογαλαξίας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ραδιογαλαξίας αρσενικό
- γαλαξίας που γίνεται αντιληπτός χάρη στα ραδιοκύματα που εκπέμπει
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ραδιογαλαξίας