ραβδιστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ραβδιστής < ραβδίζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
ραβδιστής αρσενικό πληθυντικός ραβδιστές, ή ραβδιστάδες
- γενικά, αυτός που ραβδίζει, κτυπάει με ραβδί
- ειδικότερα, αυτός που επιχειρεί συγκομιδή καρπών με ραβδισμούς δένδρων, όπως π.χ. στο λιομάζωμα
Μεταφράσεις επεξεργασία
ραβδιστής
|