Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ραβδιστής οι ραβδιστές
      γενική του ραβδιστή των ραβδιστών
    αιτιατική τον ραβδιστή τους ραβδιστές
     κλητική ραβδιστή ραβδιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ραβδιστής < ραβδίζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ραβδιστής αρσενικό πληθυντικός ραβδιστές, ή ραβδιστάδες

  1. γενικά, αυτός που ραβδίζει, κτυπάει με ραβδί
  2. ειδικότερα, αυτός που επιχειρεί συγκομιδή καρπών με ραβδισμούς δένδρων, όπως π.χ. στο λιομάζωμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία