πώλησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πώλησῐς | αἱ | πωλήσεις |
γενική | τῆς | πωλήσεως | τῶν | πωλήσεων |
δοτική | τῇ | πωλήσει | ταῖς | πωλήσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | πώλησῐν | τὰς | πωλήσεις |
κλητική ὦ! | πώλησῐ | πωλήσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πωλήσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πωλησέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πώλησις < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπώλησις, -εως θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
επεξεργασία- πώλησις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πώλησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.