πωλήσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπωλήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος πωλώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πωλώ
- θα πωλήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πωλώ