πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πόρδος οι πόρδοι
      γενική του πόρδου των πόρδων
    αιτιατική τον πόρδο τους πόρδους
     κλητική πόρδε πόρδοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
πόρδος < πορδ(ή) + -ος

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πόρδος αρσενικό