πόρδος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πόρδος | οι | πόρδοι |
γενική | του | πόρδου | των | πόρδων |
αιτιατική | τον | πόρδο | τους | πόρδους |
κλητική | πόρδε | πόρδοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπόρδος αρσενικό
- (λαϊκότροπο, σκωπτικό) η πορδή
Πηγές
επεξεργασία- πόρδος — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)