Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πόπολο τα πόπολα
      γενική του πόπολου των πόπολων
    αιτιατική το πόπολο τα πόπολα
     κλητική πόπολο πόπολα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πόπολο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πόπολο ουδέτερο

  • ο πολύς λαός

  Μεταφράσεις επεξεργασία