Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πυρρωνισμός οι πυρρωνισμοί
      γενική του πυρρωνισμού των πυρρωνισμών
    αιτιατική τον πυρρωνισμό τους πυρρωνισμούς
     κλητική πυρρωνισμέ πυρρωνισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυρρωνισμός < Πύρρων + -ισμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πυρρωνισμός αρσενικό ή Πυρρώνειος αίρεσις

  • η σκεπτικιστική φιλοσοφική σχολή, της οποία ιδρυτής ήταν ο Αινησίδημος (1ος αιώνας π.χ.) που την ονόμασε προς τιμήν του αρχαίου Έλληνα σκεπτικιστή φιλοσόφου Πύρρωνα (360 – 270 π.Χ.)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία