Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πυροφοβία οι πυροφοβίες
      γενική της πυροφοβίας των πυροφοβιών
    αιτιατική την πυροφοβία τις πυροφοβίες
     κλητική πυροφοβία πυροφοβίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυροφοβία < πυρο- + -φοβία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πυροφοβία θηλυκό

  • παθολογικός φόβος προς τη φωτιά

  Μεταφράσεις επεξεργασία