Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πυροδιαμέρισμα τα πυροδιαμερίσματα
      γενική του πυροδιαμερίσματος των πυροδιαμερισμάτων
    αιτιατική το πυροδιαμέρισμα τα πυροδιαμερίσματα
     κλητική πυροδιαμέρισμα πυροδιαμερίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυροδιαμέρισμα < πυρο- + διαμέρισμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πυροδιαμέρισμα ουδέτερο

  • τμήμα κτιρίου ή και ολόκληρο κτίριο που περικλείεται ερμητικά (σε περίπτωση πυρκαγιάς) από δομικά στοιχεία με προκαθοριζόμενο, κατά περίπτωση, δείκτη πυραντίστασης [1]

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 41, Κανονισμός Πυροπροστασίας Κτιρίων. Τεύχος Α’ 80/07.05.2018, σελ. 7828