πυρασφάλεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπυρασφάλεια θηλυκό
- είδος ασφάλισης, σε ασφαλιστική εταιρεία, που αναφέρεται σε ατυχήματα από φωτιά
- το σύνολο των συστημάτων και εξαρτημάτων που χρησιμοποιούνται σε έναν χώρο για την πρόληψη και την προστασία από ατυχήματα που προέρχονται από φωτιά
- (οικείο) (συνεκδοχικά) το πιστοποιητικό που εκδίδει η Πυροσβεστική Υπηρεσία για την επάρκεια ενός χώρου σε συστήματα πυρασφάλειας
Μεταφράσεις
επεξεργασία πυρασφάλεια
|