↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πυρασφάλεια οι πυρασφάλειες
      γενική της πυρασφάλειας των πυρασφαλειών
    αιτιατική την πυρασφάλεια τις πυρασφάλειες
     κλητική πυρασφάλεια πυρασφάλειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πυρασφάλεια < πυρ- + ασφάλεια

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πυρασφάλεια θηλυκό

  1. είδος ασφάλισης, σε ασφαλιστική εταιρεία, που αναφέρεται σε ατυχήματα από φωτιά
  2. το σύνολο των συστημάτων και εξαρτημάτων που χρησιμοποιούνται σε έναν χώρο για την πρόληψη και την προστασία από ατυχήματα που προέρχονται από φωτιά
  3. (οικείο) (συνεκδοχικά) το πιστοποιητικό που εκδίδει η Πυροσβεστική Υπηρεσία για την επάρκεια ενός χώρου σε συστήματα πυρασφάλειας

  Μεταφράσεις

επεξεργασία