πυρανεκτικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πυρανεκτικότητα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπυρανεκτικότητα θηλυκό
- (σπάνιο) που αντέχει στην πυρά ή στις μεγάλες θερμοκρασίες. Ο συχνότερα χρησιμοποιούμενος όρος είναι πυραντοχή
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πυρανεκτικότητα
|