↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πυοσφαίριο τα πυοσφαίρια
      γενική του πυοσφαιρίου
πυοσφαίριου
των πυοσφαιρίων
    αιτιατική το πυοσφαίριο τα πυοσφαίρια
     κλητική πυοσφαίριο πυοσφαίρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πυοσφαίριο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πυοσφαίριο ουδέτερο

  • νεκρό λευκό αιμοσφαίριο που περιέχεται στο πύον και που αποτελεί κύριο συστατικό του

  Μεταφράσεις

επεξεργασία