ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ πτυάριον τὰ πτυάρι
      γενική τοῦ πτυαρίου τῶν πτυαρίων
      δοτική τῷ πτυαρί τοῖς πτυαρίοις
    αιτιατική τὸ πτυάριον τὰ πτυάρι
     κλητική ! πτυάριον πτυάρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πτυαρίω
γεν-δοτ τοῖν  πτυαρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πτυάριον (ελληνιστική κοινή)< υποκοριστικό του πτύον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πτυάριον ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)