Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πρόσοψῐς αἱ προσόψεις
      γενική τῆς προσόψεως τῶν προσόψεων
      δοτική τῇ προσόψει ταῖς προσόψεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν πρόσοψῐν τὰς προσόψεις
     κλητική ! πρόσοψῐ προσόψεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προσόψει
γεν-δοτ τοῖν  προσοψέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρόσοψις < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρόσοψις, -εως θηλυκό

  1. ζητούμενο λήμμα
  2. πρόσοψη

Συγγενικά επεξεργασία

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

  Πηγές επεξεργασία