Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πρόσθεσῐς αἱ προσθέσεις
      γενική τῆς προσθέσεως τῶν προσθέσεων
      δοτική τῇ προσθέσει ταῖς προσθέσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν πρόσθεσῐν τὰς προσθέσεις
     κλητική ! πρόσθεσῐ προσθέσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προσθέσει
γεν-δοτ τοῖν  προσθεσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρόσθεσις < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρόσθεσις, -εως θηλυκό

  1. ζητούμενο λήμμα
  2. η πρόσθεση

Συγγενικά επεξεργασία

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

  Πηγές επεξεργασία