ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πρόκυψῐς αἱ προκύψεις
      γενική τῆς προκύψεως τῶν προκύψεων
      δοτική τῇ προκύψει ταῖς προκύψεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν πρόκυψῐν τὰς προκύψεις
     κλητική ! πρόκυψῐ προκύψεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προκύψει
γεν-δοτ τοῖν  προκυψέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πρόκυψις < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πρόκυψις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)