↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρόκυψη οι προκύψεις
      γενική της πρόκυψης* των προκύψεων
    αιτιατική την πρόκυψη τις προκύψεις
     κλητική πρόκυψη προκύψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προκύψεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πρόκυψη < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πρόκυψη θηλυκό

  1. (διεθν: emergence/émergence) η εμφάνιση ανώτερων ιδιοτήτων από λειτουργικά οργανωμένο συνδυασμό συστατικών
  2. το να ξεπροβάλλει κάποιος ή κάτι
  3. το να ξεπροβάλλει βρέφος κατά τον τοκετό
  4. η προσκύνηση
  5. ο αυτοκρατορικός θρόνος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία