πρόκυψη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πρόκυψη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πρόκυψη θηλυκό
- (διεθν: emergence/émergence) η εμφάνιση ανώτερων ιδιοτήτων από λειτουργικά οργανωμένο συνδυασμό συστατικών
- το να ξεπροβάλλει κάποιος ή κάτι
- το να ξεπροβάλλει βρέφος κατά τον τοκετό
- η προσκύνηση
- ο αυτοκρατορικός θρόνος
Μεταφράσεις επεξεργασία
πρόκυψη
|