πρόκυψη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πρόκυψη | οι | προκύψεις |
γενική | της | πρόκυψης* | των | προκύψεων |
αιτιατική | την | πρόκυψη | τις | προκύψεις |
κλητική | πρόκυψη | προκύψεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προκύψεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πρόκυψη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρόκυψη θηλυκό
- (διεθν: emergence/émergence) η εμφάνιση ανώτερων ιδιοτήτων από λειτουργικά οργανωμένο συνδυασμό συστατικών
- το να ξεπροβάλλει κάποιος ή κάτι
- το να ξεπροβάλλει βρέφος κατά τον τοκετό
- η προσκύνηση
- ο αυτοκρατορικός θρόνος
Μεταφράσεις
επεξεργασία πρόκυψη
|