ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική προχειρότης αἱ προχειρότητες
      γενική τῆς προχειρότητος τῶν προχειροτήτων
      δοτική τῇ προχειρότητ ταῖς προχειρότησ(ν)
    αιτιατική τὴν προχειρότητ τὰς προχειρότητᾰς
     κλητική ! προχειρότης προχειρότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προχειρότητε
γεν-δοτ τοῖν  προχειροτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

προχειρότης, -ητος θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  1. προθυμία
  2. προχειρότητα, ατέλεια εργασίας