προχειρότης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | προχειρότης | αἱ | προχειρότητες | ||||
γενική | τῆς | προχειρότητος | τῶν | προχειροτήτων | ||||
δοτική | τῇ | προχειρότητῐ | ταῖς | προχειρότησῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | προχειρότητᾰ | τὰς | προχειρότητᾰς | ||||
κλητική ὦ! | προχειρότης | προχειρότητες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προχειρότητε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | προχειροτήτοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- προχειρότης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πρόχειρο(ς) + -της
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροχειρότης, -ητος θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- προθυμία
- προχειρότητα, ατέλεια εργασίας
Πηγές
επεξεργασία- προχειρότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.