Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προφήτισσα οι προφήτισσες
      γενική της προφήτισσας των προφητισσών
    αιτιατική την προφήτισσα τις προφήτισσες
     κλητική προφήτισσα προφήτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προφήτισσα < προφήτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα < αρχαία ελληνική προφήτης < πρό + φημί

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προφήτισσα θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία