Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσφύγισσα οι προσφύγισσες
      γενική της προσφύγισσας των προσφυγισσών
    αιτιατική την προσφύγισσα τις προσφύγισσες
     κλητική προσφύγισσα προσφύγισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προσφύγισσα < πρόσφυγ(ας) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προσφύγισσα θηλυκό

  1. ※  Ένα καλλιτεχνικό εργαστήρι έχουν στήσει στο διαμέρισμά τους δύο έφηβες προσφύγισσες ("Δύο έφηβες προσφύγισσες σε πρόγραμμα εναλλακτικής μορφής φιλοξενίας" 5 Φεβρουαρίου 2021. ert.gr)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε [[]]