προσμένω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- προσμένω < αρχαία ελληνική προσμένω
Ρήμα
επεξεργασία
προσμένω
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- απρόσμενα
- απρόσμενο
- απρόσμενος
- απροσμόνετος
- προσμονή
- → δείτε τις λέξεις προς και μένω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
προσμένω
- μένω σε κάποια κατάσταση, παραμένω, υπομένω
- εμμένω, επιμένω, αφοσιώνομαι σταθερά
- (μεταφορικά) πρόκειται να ακολουθήσω
Πηγές
επεξεργασία
- προσμένω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- προσμένω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.