προσκεφάλαιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | προσκεφάλαιον | τὰ | προσκεφάλαιᾰ |
γενική | τοῦ | προσκεφαλαίου | τῶν | προσκεφαλαίων |
δοτική | τῷ | προσκεφαλαίῳ | τοῖς | προσκεφαλαίοις |
αιτιατική | τὸ | προσκεφάλαιον | τὰ | προσκεφάλαιᾰ |
κλητική ὦ! | προσκεφάλαιον | προσκεφάλαιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προσκεφαλαίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | προσκεφαλαίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπροσκεφάλαιον ουδέτερο
- προσκεφάλι, προσκέφαλο
- άλλες μορφές: προσκεφαλίς
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- προσκεφάλαιον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- προσκεφάλαιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.