↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ προσκεφάλαιον τὰ προσκεφάλαι
      γενική τοῦ προσκεφαλαίου τῶν προσκεφαλαίων
      δοτική τῷ προσκεφαλαί τοῖς προσκεφαλαίοις
    αιτιατική τὸ προσκεφάλαιον τὰ προσκεφάλαι
     κλητική ! προσκεφάλαιον προσκεφάλαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προσκεφαλαίω
γεν-δοτ τοῖν  προσκεφαλαίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προσκεφάλαιον < προσ- + κεφαλ(ή) + -αιον → δείτε και τη λέξη κεφάλαιον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

προσκεφάλαιον ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία