προσευχάδιον
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | προσευχάδιον | τὰ | προσευχάδιᾰ |
γενική | τοῦ | προσευχαδίου | τῶν | προσευχαδίων |
δοτική | τῷ | προσευχαδίῳ | τοῖς | προσευχαδίοις |
αιτιατική | τὸ | προσευχάδιον | τὰ | προσευχάδιᾰ |
κλητική ὦ! | προσευχάδιον | προσευχάδιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προσευχαδίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | προσευχαδίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
προσευχάδιον ουδέτερο
- (θρησκεία) προσευχάδιο
- Βασίλειος οὖν δελεασθείς, καὶ λαβὼν λόγον ἔνορκον παρὰ Σαμωνᾶ εἰς τὸ προσευχάδιον αὐτοῦ, ἐξεῖπεν αὐτῷ πάντα τὰ τῆς βουλῆς καὶ τοὺς συμβουλευομένους. (Γεώργιος Μοναχός, Βίοι των νέων Βασιλέων, 858, 19)