καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική προσβλητικότης αἱ προσβλητικότητες
      γενική τῆς προσβλητικότητος τῶν προσβλητικοτήτων
      δοτική τῇ προσβλητικότητι ταῖς προσβλητικότησι(ν)
    αιτιατική τὴν προσβλητικότητα τὰς προσβλητικότητας
     κλητική ! προσβλητικότης προσβλητικότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προσβλητικότης < προσβλητικ(ός)- + -ότης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

προσβλητικότης θηλυκό