προπαράγοντας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | προπαράγοντας | οι | προπαράγοντες |
γενική | του | προπαράγοντα & προπαράγοντος* |
των | προπαραγόντων |
αιτιατική | τον | προπαράγοντα | τους | προπαράγοντες |
κλητική | προπαράγοντα | προπαράγοντες | ||
* Και λόγια γενική σε -ος σε παγιωμένες εκφράσεις και όρους. λόγια γενική:προπαράγοντος | ||||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- προπαράγοντας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
προπαράγοντας (el) αρσενικό
- προσυντελεστής, συντελεστής σταθεράς