προξενεῖον
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | προξενεῖον | τὰ | προξενεῖα | ||||
γενική | τοῦ | προξενείου | τῶν | προξενείων | ||||
δοτική | τῷ | προξενείῳ | τοῖς | προξενείοις | ||||
αιτιατική | τὸ | προξενεῖον | τὰ | προξενεῖα | ||||
κλητική ὦ! | προξενεῖον | προξενεῖα | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
προξενεῖον, -ου ουδέτερο
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Ελληνικοί Κώδικες (1833) - σελ. 849, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου