Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το προνήπιο τα προνήπια
      γενική του προνηπίου
προνήπιου
των προνηπίων
    αιτιατική το προνήπιο τα προνήπια
     κλητική προνήπιο προνήπια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προνήπιο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προνήπιο ουδέτερο

  • προσχολική, μη υποχρεωτική, εκπαιδευτική βαθμίδα

  Μεταφράσεις επεξεργασία