Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προμηθεύτρα οι προμηθεύτρες
      γενική της προμηθεύτρας
    αιτιατική την προμηθεύτρα τις προμηθεύτρες
     κλητική προμηθεύτρα προμηθεύτρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προμηθεύτρα < προμηθευτής + κατάληξη θηλυκού -τρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προμηθεύτρα θηλυκό

→ δείτε τη λέξη προμηθευτής

  Μεταφράσεις επεξεργασία