προκορασίδες
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | προκορασίδες | ||
γενική | των | προκορασίδων | ||
αιτιατική | τις | προκορασίδες | ||
κλητική | προκορασίδες | |||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπροκορασίδες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
- (αθλητισμός) κατηγορία κοριτσιών που μετέχουν σε κάποιο άθλημα σε ηλικιακή βαθμίδα ανάλογη με τους προπαίδες
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία προκορασίδες
|