προδότις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | προδότις | αἱ | προδότιδες | ||||
γενική | τῆς | προδότιδος | τῶν | προδοτίδων | ||||
δοτική | τῇ | προδότιδι | ταῖς | προδότισι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | προδότιν | τὰς | προδότιδας | ||||
κλητική ὦ! | προδότι | προδότιδες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροδότις, -ιδος θηλυκό
- (καθαρεύουσα) θηλυκό του προδότης: η προδότρια
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .