προβλάστηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προβλάστηση | οι | προβλαστήσεις |
γενική | της | προβλάστησης* | των | προβλαστήσεων |
αιτιατική | την | προβλάστηση | τις | προβλαστήσεις |
κλητική | προβλάστηση | προβλαστήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προβλαστήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
προβλάστηση ουδέτερο
- (σπάνιο, βοτανική) η προκαταρκτική βλάστηση πριν από το φύτεμα σε προβλαστήριο
Μεταφράσεις επεξεργασία
προβλάστηση
|