πριμ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπριμ ουδέτερο άκλιτο
- πρόσθετα χρήματα που δίνονται σε εργαζόμενο ως κίνητρο για την επίτευξη στόχου, αυξημένη παραγωγικότητα κ.λπ.
- είδος πριμοδότησης ή επιδότησης
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πριμ
|