πουκάμισον
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | πουκάμισον | τὰ | πουκάμισᾰ |
γενική | τοῦ | πουκαμίσου | τῶν | πουκαμίσων |
δοτική | τῷ | πουκαμίσῳ | τοῖς | πουκαμίσοις |
αιτιατική | τὸ | πουκάμισον | τὰ | πουκάμισᾰ |
κλητική ὦ! | πουκάμισον | πουκάμισᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πουκαμίσω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πουκαμίσοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό επεξεργασία
πουκάμισον
- → δείτε τη λέξη ὑποκάμισον