Ετυμολογία

επεξεργασία
ποστίς < (άμεσο δάνειο) γαλλική postiche < ιταλική posticcio < λατινική appositus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος appono < pono (βάζω, θέτω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ποστίς ουδέτερο άκλιτο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία