ποστίς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ποστίς < (άμεσο δάνειο) γαλλική postiche < ιταλική posticcio < λατινική appositus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος appono < pono (βάζω, θέτω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαποστίς ουδέτερο άκλιτο