Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
postiche postiches

postiche (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. που προστέθηκε αργότερα
  2. ακατάλληλος, που δεν ταιριάζει με κάποια κατάσταση
  3. (μεταφορικά) ψεύτικος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
postiche postiches

postiche (fr) αρσενικό

  1. περούκα, ψεύτικα μαλλιά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
postiche postiches

postiche (fr) θηλυκό

  1. κάλεσμα πελατείας από έναν πλανόδιο πωλητή