Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πορδαλάς οι πορδαλάδες
      γενική του πορδαλά των πορδαλάδων
    αιτιατική τον πορδαλά τους πορδαλάδες
     κλητική πορδαλά πορδαλάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πορδαλάς < πορδή + -αλάς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πορδαλάς αρσενικό (θηλυκό: πορδαλού / πορδού)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία