Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

 
Πολύφωτο που κρέμεται από το ταβάνι.

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολύφωτο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πολύφωτος, ελληνιστική κοινή πολύφωτος[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πολύφωτο ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

πολύφωτο

  Αναφορές επεξεργασία

  1. πολύφωτος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)

  Πηγές επεξεργασία