Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πολτοποιητής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
πολτοποιητ
ής
οι
πολτοποιητ
ές
γενική
του
πολτοποιητ
ή
των
πολτοποιητ
ών
αιτιατική
τον
πολτοποιητ
ή
τους
πολτοποιητ
ές
κλητική
πολτοποιητ
ή
πολτοποιητ
ές
Κατηγορία
όπως «
ποιητής
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πολτοποιητής
<
πολτοποιώ
+
-τής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πολτοποιητής
αρσενικό
μηχάνημα
που πολτοποιεί,
μπλέντερ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πολτοποιητής