πολλαπλότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πολλαπλότης | αἱ | πολλαπλότητες | ||||
γενική | τῆς | πολλαπλότητος | τῶν | πολλαπλοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | πολλαπλότητι | ταῖς | πολλαπλότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | πολλαπλότητα | τὰς | πολλαπλότητας | ||||
κλητική ὦ! | πολλαπλότης | πολλαπλότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πολλαπλότης (μαρτυρείται από το 1886) [1] < πολλαπλ(ός) + -ότης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπολλαπλότης, -ητος θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 824, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου