καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πολεμικότης αἱ πολεμικότητες
      γενική τῆς πολεμικότητος τῶν πολεμικοτήτων
      δοτική τῇ πολεμικότητι ταῖς πολεμικότησι(ν)
    αιτιατική τὴν πολεμικότητα τὰς πολεμικότητας
     κλητική ! πολεμικότης πολεμικότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πολεμικότης < πολεμικ(ός)- + -ότης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πολεμικότης θηλυκό